άμβροτος

άμβροτος
ἄμβροτος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος
2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός
3. εξαίσιος, εξαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός τού ουσ. θεός. Αργότερα η λ. αντικαταστάθηκε από το επίθ. ἀθάνατος. Ετυμολογικά πρόκειται για σύνθετη λ. που σχηματίζεται από - στερ και βροτός
παρόμοιοι τ. απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. ινδ. a-mŕta-, αβεστ. a-m aša- «αθάνατος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμβροτόπωλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄμβροτος — immortal masc nom sg ἄμβροτος immortal masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβρότων — ἄμβροτος immortal fem gen pl ἄμβροτος immortal masc/neut gen pl ἄμβροτος immortal masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβρότου — ἄμβροτος immortal masc/neut gen sg ἄμβροτος immortal masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβρότῳ — ἄμβροτος immortal masc/neut dat sg ἄμβροτος immortal masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμβροτα — ἄμβροτος immortal neut nom/voc/acc pl ἄμβροτος immortal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμβροτοι — ἄμβροτος immortal masc nom/voc pl ἄμβροτος immortal masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβρότη — ἄμβροτος immortal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμβροτ' — ἄμβροτε , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor imperat act 2nd sg (epic) ἄ̱μβροτε , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄμβροτε , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄμβροτα , ἄμβροτος immortal neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμβροτον — ἄ̱μβροτον , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἄ̱μβροτον , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”